Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

γῆ Κέκροπος

См. также в других словарях:

  • Κέκροπος — Κέκροψ Cecropian masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • КЕКРОП — (Κέκροφ, род. п. Κέκροπος), в греческой мифологии афинский царь, автохтон (рождённый землёй). Его внешний вид получеловека и полузмея указывает на глубокую древность и хтонизм образа. Став первым царём Аттики, К. назвал страну по своему имени… …   Энциклопедия мифологии

  • Cecrópidas — Saltar a navegación, búsqueda Cécrope I, de quien se tomó el nombre de Cecrópidas. Los Cecrópidas fueron una dinastía o linaje de legendarios reyes fundadores de la primitiva Atenas micénica compuesta por Cécrope, Erecteo, Erictronio …   Wikipedia Español

  • AGLAUROS — filia Erechthei Regis Athenarum antiquissimi, a Mercurio in saxum mutata, de quâ Ovid. Met. l. 2. Hesych. Α῎γλαυρος, Θυγάτηρ Κέκροπος περὶ (lege παρὰ) δὲ Α᾿ττικοῖς καὶ ὀμνύουϚι κατ᾿ αὐτῆς, ην᾿ δὲ ἱς´ρεια τῆς Α᾿θηνᾶς. Aglauros, filia Cecropis;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ARRHEPHORIA — nomen festi apud Athenienses. Etymologic. M. a. Hesych. Suid. Α᾿ῤρηφορία, ἑορτὴ ἐπιτελουμένη τῇ Α᾿θηνᾷ εν Σκιῤροφοριῶνι μηνὶ λέγεεαι δὲ διὰ τοῦ Α. παρὰ τὸ ἄῤρητα καὶ μυςτήρια φέρειν ἢ τὰν διὰ τοῦ Ε. παρὰ την` Ε῞ρσιν, την` Κέκροπος θυγατέρα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κεκροπίδης — Κεκροπίδης, ὁ (Α) 1. στον πληθ. οἱ Κεκροπίδαι οι απόγονοι τού μυθικού βασιλιά τής Αθήνας Κέκροπος, οι Αθηναίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κέκροψ, οπός + κατάλ. ίδης (πρβλ. Κρον ίδης, Ομηρ ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • Κεκρόπιος — Κεκρόπιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι οι Αθηναίοι 3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία α) η Αθήνα β) δήμος τής αρχαιότατης Αττικής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Πανδρόσειον — και Πανδρόσιον, τὸ, Α [Πάνδροσος] ο ναός τής Πανδρόσου, κόρης τού Κέκροπος και τής Αγραύλου …   Dictionary of Greek

  • δράκαυλος — δράκαυλος, α, ον (Α) (επίθ. για τις θυγατέρες τού Κέκροπος) αυτός που συγκατοικεί με δράκοντα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»